ισοπαχής

ισοπαχής
-ές (Α ἰσοπαχής, -ές)
ίσος κατά το πάχος ή την πυκνότητα με άλλον
(νεολλ.) φρ. (μετεωρ.) «ισοπαχείς γραμμές ή καμπύλες» — γραμμές πάνω σε μετεωρολογικό χάρτη που συνδέουν όλους τους τόπους πάνω από τους οποίους το πάχος ενός στρώματος τής ατμόσφαιρας που περιέχεται ανάμεσα σε δύο δεδομένες ισοβαρείς επιφάνειες είναι το ίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -παχής (< πάχος), πρβλ. ακρο-παχής, ετερο-παχής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἰσοπαχής — of equal masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοπαχής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, ίσος στο πάχος με κάποιον άλλο: Ισοπαχή σύρματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰσοπαχῆ — ἰσοπαχής of equal neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰσοπαχής of equal masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰσοπαχής of equal masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοπαχεῖς — ἰσοπαχής of equal masc/fem acc pl ἰσοπαχής of equal masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοπαχέα — ἰσοπαχής of equal neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἰσοπαχής of equal masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοπαχές — ἰσοπαχής of equal masc/fem voc sg ἰσοπαχής of equal neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοπαχοῦς — ἰσοπαχής of equal masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοπαχῶν — ἰσοπαχής of equal masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοπαχῶς — ἰσοπαχής of equal adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”